Πέμπτη, Νοέμβριος 21, 2024

Από την άποψη της θεματικής του καθώς κι από την άποψη της τυπολογίας των ηρώων, το αφηγηματικό έργο του Κονδυλάκη θα μπορούσε να ταξινομη­θεί σε δυο ευρείες κατηγορίες:

Α. Αφηγήματα του αγροτικού χώρου

Β. Αφηγήματα του αστικού χώρου.

Η πρώτη κατηγορία έχει ως αντικείμενο αναφοράς την κρητική ύπαιθρο, την παραδοσιακή αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία, τα ήθη και τον πολιτισμό της.

Η δεύτερη κατηγορία έχει ως αντικείμενο αναφοράς το αστικό περιβάλ­λον, τον άνθρωπο της πόλης και τα προβλήματά του.

Στην πρώτη, κατατάσσονται τα αφηγήματα: «Ο Πατούχας», «Η καμπάνα», «Ο Γενή-Μανώλης», «Ο Βρυκόλακας», «Πώς ερώμιεψε το χωριό», «Σκούρα», «Ο γέρος», «Ο κερκέζος», «Ο καλικάντζαρος», «Η πρώτη αγάπη» κ. ά.

Στη δεύτερη ανήκουν: «Ο μαύρος γάτος», «Ένας πειρασμός», «Ο σιωπηλός», «Μανία καταδιώξεως», «Ο θείος», «Ο πάροικος μου», «Κάτω ο τύραννος», «Οι Άθλιοι των Αθηνών». Υπάρχουν, βέβαια, και διηγήματα μικτά, στα οποία συνυπάρχουν αστοί και χωρικοί, με αντίστοιχα ήθη και συμπεριφορές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Όταν ήμουν δάσκαλος», «Ο επικήδειος», «Η Κάκια μας».

Πίσω απ' αυτή τη γενική θεματική διαφοροποίηση είναι ευδιάκριτα ορι­σμένα ειδικότερα διακριτικά στοιχεία που αφορούν τον τύπο και την ψυχολο­γία των ηρώων, την εξέλιξη του μύθου καθώς και τις πολιτισμικά σημαίνουσες σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στη φύση και τον πολιτισμό. Προβάλλεται έτσι σαν άμεση συνέπεια το συμπέρασμα πως ο περιβάλλων χώρος είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που επικαθορίζει ορισμένα χαρακτηριστικά είτε στο επίπεδο της μορφής του αφηγήματος είτε στη θεματική του.

Ομιλία στον Αλικιανό Χανίων προς τιμήν του Γεωργίου Καψωμένου, το Καλοκαίρι του 2010, στην εναρκτήρια πανηγυρική συνεδρία της 5ης Αυγούστου. (5-8 Αυγούστου 2010: Συνέδριο Εταιρείας Κρητικών Σπουδών – Ιδρύματος Καψωμένου – Αφιέρωμα στην Κύπρο: Οι Τέχνες και τα Γράμματα στην Κύπρο).

 

Τούτος ο όμορφος πνευματικός χώρος, που αρχίζει απόψε επισήμως τη δεύτερη φάση της πνευματικής ακτινοβολίας του*, κι ευχόμαστε φίλε Ερατοσθένη, να είναι η καλύτερη τιμή στην πρώτη του φάση, κυριαρχείται απ’ τη μορφή του Γεωργίου Καψωμένου, ιδρυτή των «Εκπαιδευτηρίων Κυδωνίας», όπου εκατοντάδες παιδιά της ευρύτερης περιοχής έμαθαν καλά γράμματα.  Πριν από λίγα χρόνια βρεθήκαμε με τον Ερατοσθένη σ’ ένα εστιατόριο στους πρόποδες των Λευκών Όρεων.  Δώσαμε παραγγελία, αλλά το τραπέζι γέμισε με διπλάσια και τριπλάσια εδέσματα και καλό κρασί…για καμιά δεκαριά σύντεκνους.  Πριν προλάβουμε να ρωτήσουμε, πλησίασε ο ιδιοκτήτης και ρώτησε τον Ερατοσθένη:

- Μήπως είσαι ο Ερατοσθένης Καψωμένος, ο γιος του Γεωργίου Καψωμένου, που είχε το Γυμνάσιο Αλικιανού;
- Αυτός είμαι, του απάντησε.

Κι εκείνος, δίνοντάς του το χέρι και εμφανώς συγκινημένος, αντί άλλης σύστασης, του είπε μια μαντινάδα:

«Γυμνάσιο Αλικιανού χρυσάφι θα σε ντύσω
κι όσο να στέκουν τα βουνά δεν θα σε λησμονήσω»

Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»[1]* είναι περισσότερο γνωστό στο διεθνές κοινό ως «Ζορμπάς ο Έλληνας», από τον ψευδότιτλο που καθιέρωσαν οι πρώτες αγγλικές εκδόσεις, του 1952 (Λονδίνο) και του 1953 (Νέα Υόρκη). Ο τίτλος αυτός υπομνηματίζει το έργο με μια ορισμένη σημασιοδότηση: ο Ζορμπάς αντιπροσωπεύει το χαρακτηριστικό τύπο νεοέλληνα, που ενσαρκώνει την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Η φιλολογική κριτική, από την άλλη μεριά, έχει δώσει έμφαση στις ιδεολογικές συναρτήσεις του έργου, συσχετίζοντας την προβληματική και τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος με την επίδραση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Υπάρχει λοιπόν ένα ερμηνευτικό πρόβλημα που πρέπει να συζητήσομε. Η ταύτιση του Ζορμπά με το χαρακτηριστικό τύπο του νεοέλληνα έχει στ' αλήθεια αντικειμενική βάση ή μήπως πρόκειται για ένα πλασματικό χαρακτήρα, που υλοποιεί ορισμένες προκλητικές θέσεις της νιτσεϊκής “ανθρωπολογίας”;