Δευτέρα, Δεκέμβριος 30, 2024

I. Μικρό Ανθολόγιο από το πεζογραφικό της έργο
II. Αντιπροσωπευτικό δείγμα μελετών και αναλύσεων του έργου της
III. Εργογραφία – Βιβλιογραφία.

* *

Ι. Διηγήματα και Νουβέλες. Ανθολόγιο

Από τη νουβέλα Ο Πικραμένος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της «ΕΣΤΙΑΣ», 1984:

…Το φεγγάρι είχε σηκωθεί ένα αντρόστεμα πάνω από τον κάβο Σπάθα κι όμως ο ήλιος δεν είχε δύσει· εβασίλευε ακόμη μέσα σ' ένα πέλαγος χρυσά σύννεφα πάνω από τη Γραμπούσα.

Οι κοπελιές στην κάτω γειτονιά ήταν ανεβασμένες στο πανιόλο της Μαριόλενας μαζί με τη θυγατέρα της την Ελένη κι εσιγοκουβέντιαζαν κι εγελούσαν κι επεριχαίρονταν την όμορφη ώρα. Οι οντάδες τους ήταν στην κάτω άκρη του χωριού, που ανηφορίζει από κει κι απάνω στην πλαγιά του λόφου κι απλώνεται· τίποτε δεν τους έκοβε τον αέρα κι είχαν ευγοράδα μεγάλη. Η αυλή τους φαρδιά, με μια σειρά αμυγδαλιές σ' όλο της το μάκρος, ήταν δίπλα στο δρόμο που προσπερνούσε το σοκάκι έκανε μεγάλη κούρμπα κι έφτανε στην πίσω γειτονιά. Μετά την αυλή εκατηφόριζαν οι πεζούλες με τις συκιές και τις απιδιές ως κάτω στο ρυάκι. Εκεί εκελαϊδούσε κι απόψε, όπως κάθε βράδυ, ο κοτσυφός, κι οι λεμονιές στην πεζούλα του Θοδωράκη ήταν ολανθισμένες -Απρίλης μήνας- κι εσκορπούσαν μια μυρωδιά που ανάσταινε τις καρδιές. Τα κορίτσια έπαιρναν βαθιές αναπνοές να χορτάσουν τη μυρωδιά· εκρατούσαν λίγο τον αέρα στα στήθια τους και τόν άφηναν να βγεί με βαθύ αναστεναγμό γεμάτο πάθος. Η Ελένη η Μαριολοπούλα επερίμενε τον αρραβωνιαστικό της. Της το χε μηνύσει πως θά ρθει απόψε το δίχως άλλο, γι αυτό την παράστεκαν οι κοπελιές κι εμοιράζονταν το καρδιοχτύπι της. Εκείνος ήταν από τ' Απανωμέρη, ο δρόμος μακρινός, μα ώρα την ώρα θά ’φτανε.

*****

Ο αρραβώνας της Ρούσας ήρθε ξαφνικό στους χωριανούς και τους ετάραξε περισσότερο γιατί είχαν κι άλλη αφορμή νά ναι αναστατωμένοι. Επερίμεναν να περάσει πάλι από το χωριό ο αρχιμανδρίτης ο Παρθένιος Περίδης, ο πατέρας, να τους οδηγήσει για τα παραπέρα και να κόψει την κλωστή, το πώς και το πότε θ' άρχιζε ο πόλεμος με την Τουρκιά. Τό χε δει και τούτος ο καλόγερος το όραμα της Λευτεριάς. Σ' όλα τα χρόνια της σκλαβιάς τό βλεπαν οι καθαρές ψυχές το θώρει της Ρήγισσας. Πολλοί καλόγεροι παπάδες δεσποτάδες, κουκουλωμένοι στα μαύρα ράσα, με τον πόνο στην καρδιά και τον καημό του σκλαβωμένου γένους, εβαστούσαν με την αρχοντιά τους τη συνέχεια της μεγάλης δόξας του Βυζαντίου. Μαύρο ατέλειωτο κορδόνι η πορεία τους μέσα στους αιώνες της σκλαβιάς και του θρήνου, που εξετυλίγονταν κι αυτό όπως εξετυλίγονταν οι γενεές των σκλάβων. Μαζί του ανέβαιναν στο σκοινί της κρεμάλας, μαζί τους επολεμούσαν κι εμαρτυρούσαν, μα η λύσσα του Τούρκου δεν εστόμωνε. Κι ο παπά-Περίδης τό ’δε το φοβερό σημάδι, ποιος ξέρει σε τι μυστικές ώρες, ώρες προσευχής ή μελέτης· επήρε φωτιά η καρδιά του και δεν μπορούσε να ησυχάσει έτσι που έβλεπε το γένος του απαίδευτο βασανισμένο, κι αγωνίστηκε μ' όλη του την ψυχή να το σώσει, και σε τούτο τον πόλεμο του 66 κι ύστερα απ' αυτόν.

Στα Καλλεργιανά ήρθε κι εξανάρθε. Οι χωριανοί δεν εχόρταιναν να τον ακούνε. Αναστέναζαν ακούγοντας εκείνα τα λόγια τα όμορφα, τα λόγια της αντρείας που έπεφταν στις καρδιές σαν μπάλες και δεν είχαν πια γιατρειά, δεν μπορούσαν να υποφέρουν πια τη σκλαβιά τους. Ξυπνητά και κοιμισμένοι άλλο πόθο δεν είχαν, κι ετοίμαζαν τ' άρματά τους. Αναμάζωναν τα παλιοστίβανά τους τ' αναμπάλωναν τα πέτσωναν εκάρφωναν χοντρά καρφιά στις μετζισόλες για να βαστούν στις πορείες. Η γαλήνη του χωριού η συνηθισμένη, η νάρκη των ψυχών και των σωμάτων εσκίστηκε σε χίλια κομμάτια, σα νά ’γινε μπαρούτι το χώμα που πατούσαν. Οι καρδιές εσπαρτάριζαν όσο ένιωθαν τον κίνδυνο να σιμώνει.

*****

….. Επορεύτηκαν όπως όλα τα ορφανά του πολέμου, όπως όλες οι ορφανεμένες γυναίκες κι οι γέροντες της Κρήτης, που έχαναν τα δεντρά τους σε κάθε επανάσταση από τη φωτιά ή από το τσεκούρι, εγκρεμίζονταν τα σπίτια τους, έχαναν παλικάρια προστάτες, κάθε από δεκαπέντε είκοσι χρόνια, κι εγύριζαν πίσω στα ρημάδια, έσκυβαν με πόνο στη μάνα γης κι εκοίταζαν να τραφούν με τους άγριους καρπούς και τ' αγριόχορτα. Για τους Καλλεργιανούς ο τόπος έβγαζε νόστιμα χόρτα κι οι κορφές πάνω στο χωριό κατά το Νοτιά, ως τη Σκάφη κι ως του Παπά την Τρύπα. Δεν εξέλειπαν από κει τα μυρωδάτα μάραθα οι ακουρνοπόδοι οι πετροφυλλιές το μελισσόχορτο. Τα χοχλυδάκια κι οι μανίτες ήταν εξαιρετικοί μεζέδες για τους στερημένους. Τα παιδιά πεινασμένα άπλωναν στις κορφές και στα πλάγια σαν τα κυνηγάρικα σκυλάκια κι εσυνορίζονταν ποιο θα πρωτογεμίσει το καλαθάκι του. Άγιο νά ναι το χώμα σου, αγαπημένη Κρήτη! Έτσι μας έθρεψες όλους τους φτωχούς γενεές γενεών. Με τα ροδικάκια σου με τα μυρισμένα σου χορταράκια μας επότισες το πικρό σου γάλα, και μας έμαθες να βαστούμε τα βάσανα και να ελπίζομε.

 

Από τη νουβέλα Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της «ΕΣΤΙΑΣ», 1935:

Όταν είχα το τελευταίο έτος των σπουδών μου τη γνώρισα και μ' άρεσε, ανάμεσα στις τόσες άλλες βέβαια που γνώριζα και που μ' άρεσαν κι αυτές. Μου τη σύστησαν μια μέρα. Όμορφη κοπέλα με ζωηρή και έξυπνη φυσιογνωμία. Τη φαντάστηκα μια από τις φοιτήτριες του μοντέρνου τύπου που ζητούσε να φαίνεται όμοια με τον άντρα σ' όλα, ανακατευόταν σ' όλα, κι έκανε πολύ θόρυβο και λίγη δουλειά. Το ρεύμα αυτό μόλις είχε αρχίσει τότε στον καιρό μου, απηχούσε τις πρώτες αυστηρές φωνούλες του φεμινισμού που μας έκαναν όλους να γελούμε, και ξαπλωνόταν με μεγάλη ζέση.

Την έβλεπα συχνά και την παρακολουθούσα κι από μακριά ανάμεσα στον κόσμο που γέμιζε τις αυλές και τα προπύλαια. Έτσι για γούστο. Είχε κάτι το περήφανο και το ειρωνικό σ' όλη του τη στάση αυτό το κορίτσι. Με αγόρια δεν πολυμιλούσε όπως την περίμενα. Αυτό όμως δε μού κανε ούτε κρύο ούτε ζέστη γιατί εκείνο τον καιρό δεν είχα καμιά έλλειψη από κορίτσια.

*****

Τό χα αποφασίσει στ' αλήθεια ν' ανακατευτώ στη ζωή της. Έτσι για γούστο· ως τα τώρα μου ρχόταν τα κορίτσια στο χέρι, ας πήγαινα μια φορά κι εγώ γυρεύοντας. Χμ! μυριζόμουνα πολλές δυσκολίες, αλλά διάβολε, άξιζε για μια τέτοια αγάπη να μπει κανείς λίγο και στους καημούς. Ήταν τόσο ωραία; θα πείτε· όχι, μα ξεχωριστή. Πρόσωπο σιταρένιο λεπτό, εξευγενισμένο λες από τη σκέψη, με φιλντισένιους κροτάφους και μέτωπο, και κάτι μάτια που θα μπορούσα μέσα τους να σπουδάσω τέλεια την αστρονομία. Μεγάλα σε βαθιές κόγχες, ήμερα και στοχαστικά. Μα δεν είχε μόνιμη έκφραση. Όταν την έβλεπα να περνά από τα Προπύλαια με το στερεότυπο γκρί ταγιέρ -αλλά καθαρό πάντα και σιδερωμένο- και να χώνεται βιαστική στη σχολή της, ήταν συλλογισμένη και μάλλον άκεφη, με τα μάτια μισόκλειστα σα λουλούδια μαζεμένα στον ήλιο του μεσημεριού. Όταν έκοφτε βόλτες στην αυλή και συζητούσε με κάτι τύπους εκεί της Φιλολογίας, η σύνθεση όλη είχε ύφος επίσημο, ανάλογο βέβαια με τα ζητήματα που τους απασχολούσαν. Εκείνης το πρόσωπο μάκραινε περισσότερο από μια περίσκεπτη αυστηρότητα, και τα μάτια της ενεργητικά και κοφτερά σα λεπίδι. Έκοφτα και γω βόλτες σε τέτοιες ώρες «κατά την αντίθετον φοράν» και σπούδαζα με άνεση όλες τις διακυμάνσεις της ομορφιάς, που μόνο εγώ μου φαίνεται μπορούσα να συλλαμβάνω σε κείνο το αίθριο πρόσωπο όμοιο με ξάστερα δειλινά γεμάτα συλλογή.

*****

Γιά μένα ο κόσμος ήταν ένα περιβόλι χαράς ατέλειωτο. Ο φοιτητόκοσμος που γέμιζε τις αίθουσες των παραδόσεων, τις βιβλιοθήκες, τα προπύλαια. Ο κόσμος που εργαζόταν για να καλυτερέψει τη θέση του, οι κομψές γυναίκες που γέμιζαν τους δρόμους και τα κέντρα, όλα τα αισθανόμουν πλασμένα για τη χαρά, για τον έρωτα, για τον αγώνα της υπεροχής. Δε μπορούσα να υποφέρω μια δικαιοσύνη που ζητούσε να εκτοπίσει την πολυτέλεια και μαζί της τη χαρά.

 

Από το διήγημα Μη μ’ αποθάνοι Θεός, Αθήνα Βιβλιοπ. της «ΕΣΤΙΑΣ», 1998:
(διατίθεται δωρεάν στο Βιβλιοπωλείο της Εταιρείας, https://www.eks-ik.eu/vivliopoleio/shop/vivlia/mi-m-apothani-o-theos/)

Εκείνη την πρωινή την ώρα που η Μαρία ανέβαινε απάνω το σοκάκι, ο Κολυβές μόλις πούχε βγει από το καφενείο του Μηλιώτη κι έστριβε τσιγάρο στην αυλή. Τ' αυτιά του κάτω από το μαύρο κροσωτό μαντήλι ήταν κόκκινα σαν το ρόδο και το γελαστό μελαχροινό του πρόσωπο. Κάτι του έλεγε ο καφετζής από μέσα κι έκανε πως απηλογιέται... ναίσκε... το σωστό να λέγεται..., μα εκείνου ο νους του ήταν στη γυναίκα που ανέβαινε το δρόμο, κι όπως έστρεφε και την έβλεπε τα μάτια του εγέμιζαν πουλιά. Τέλος του Μαγιού, κι εφυσούσε από τη νύχτα μια νοθιά πούχε αναφύρει τον κόσμο. Εχτύπα τα δεντρά, ανεμοκύκλιζε τα πεσμένα φύλλα και τα τσίρφουλα και τα σήκωνε ψηλά ώρες - ώρες. Έτσι και τώρα έδωσε ένα φύσημα, άρπαξε το τσεμπέρι της Μαρίας και τό ριξε στα σκαλιά τσ' Αντρουλίνας· η κοπελλιά έσκυψε να το πάρει και τότες η τρελλονοθιά αποτελείωσε το έργο της. Εφουρφούλισε στις πυκνές δίπλες της φούστας και του μεσοφοριού κι ύστερα έδωκε μια και τα σήκωσε ώς την τρυφερή σκιά που κάνει το κλείσιμο του γονάτου, ώς εκεί που έφταναν τα κεντητά μπατζάκια του βρακιού. Ο Κολυβές αναστέναξε μέσα στα σπλάχνα του κι απότομα εγύρισε από την άλλη κι εξάνοιγε τάχα τον κάμπο και το πέλαγος με τα χέρια στη μέση, μα εκείνος έβλεπε ακόμη τα πόδια που ξεσκέπασε η νοθιά, άσπρα και παχουλά, χυτά σαν μαρμαροκολόνες.

— 'Εεεεχ, Άι - Γιώργη μου, εσιγομουρμούρισε, τέθοιο κορμί όποιος τ' αγκαλιαστεί δε φοβάται Χάρο! Έχει μια μέση που χωρεί στο λημμάρι σου! Κι οι μπέτες τση! Είντά ναι Θέ μου, εκείνος ο μπαξές! Το μπολκάκι τό χει μαθές; Στη ράχη τση πλέει κι από μπρος την άχνα θέλει να σκάσει, απού το ζόρε που του δούδουνε οι κόρφοι.
Ένοιωσε κακοκεφιά να πλακώνει την καρδιά του.

— Ανάθεμά σαι Μαρία, όντε μ' απάντηχνες πρωί πρωί. Όμως δεν ήταν μαθημένος εκείνος στις ερωτικές πίκρες, στις χαρές της αγάπης μάλιστα, αυτές εκυνηγούσε από τα μικράτα του. Εγέλασε εκεί που ερούφα τον καπνό του.

— Γούρι! είπε, γούρι μου φέρνει μένα πάντα η Μαρία. Ύστερα επήρε απάνω το σοκάκι κι εκείνος, τάχα βιαστικός, για να προφτάσει τη Μαρία. Ήθελε να κοντοσταθεί να της πιάσει κουβέντα, να δει από κοντά τ' όμορφό της πρόσωπο, να της γελάσει, να δει κι εκείνη τ' όμορφο γέλιο του, το τσεγγελωτό του μουστάκι, όλη την ομορφιά που φούντωνε από την αντρίκια υγεία του. Έτσί ναι. Σου δούδει ο οχθρός μπαλωτές, γύριζέ του τσι οπίσω.

*****

Η Μαρία είδε με την άκρη του ματιού τον Κολυβέ που εσίμωνε κι είπε:
— Εγώ λέω ανάθεμα την ώρα που εγεννιούμαστε εμείς καμπόσες γυναίκες κι άλλοι καμπόσοι άντρες.
Ο Κολυβές εστάθηκε, την εκοίταζε κατάματα, ερουφούσε την ομορφιά της σαν να μυρίζονταν ρόδο και της έλεγε με ψεύτικο παράπονο:
— Βάνεις με κι εμένα μέσα, Μαριώ; Να ξέρω τέθοιο πράμα θα πα να κακοθανατήσω.
— Και σένα βάνω κι άλλους πολλούς.
— Μη μ' αποθάνοι ο Θεός α δεν πάρω πλερωμή για τούτη την κουβέντα.
— Λέω το κι εγώ.
Κι ο καθένας τους εννοούσε άλλο πράγμα.
Ο Κολυβές έδωκε κατά το σπίτι του γρήγορος σαν να χε φτερά στους ώμους. Ευρισκόταν τώρα σ' εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές που τούφερνε η γυναικεία ομορφιά, στο ψήλωμα εκείνο της ψυχής και στην αλαφράδα του κορμιού, που νόμιζε πως ο κόσμος απλωνόταν μπροστά του σαν φουντωμένο τριαντάφυλλο και δεν είχε παρά ν' απλώσει το χέρι του να το κόψει.

*****

— Πράμα νέο, Στελιανάκι, που μπαίνεις εκειά μέσα;
Εκείνος εκουνούσε την κεφαλή του σιωπηλά και θλιμμένα. Σε μια πόρτα πούχε θάρρος εκοντοστάθηκε.
— Τίποτες καινούργιο· μα κάνετε μωρέ το σταυρό σας, ο Θεός είναι μεγάλος. Το παλληκάρι έχει καρδιά, είναι και γερός, δε δειλιάζει τ' αμμάτι ντου. Δε φοβάται μήτε τη φούρκα, μήτε το μαχαίρι! Μόνο η μάνα του που μοιρολογάται στο περιγιάλι και ξεκινούν οι γυναίκες απ' ούλα τα γυρόχωρα με τα καλαθικά να τη βάλουνε να φάει, να την παρηγορήσουνε και στην υστεριά κάθουνται ούλες νηστικές και μοιρολογούνται τσι σκοτωμένους τση η καθεμιά. Με τα μπαξίσια βαστούμε τσι νιζάμηδες να μην πάρουνε ίσια πέρα με τσι σακατούρες να τσι κάμουνε ένα αίμα!

*****

Καλός ο λόγος σου. Μόνο εσύ αύριο πρωί κοίταξε να πετύχεις τη γρα Παργιώταινα όντε θα βγει στο παζάρι για τη γύρα της. Κέρασέ τηνε που τ' αγαπά, καλόπιασέ τηνε και πες της τα τρέχοντα. Άνθρωπος, πες, δεν ευρέθηκε να σώσει το παλληκάρι το πεντάμορφο, το μονάκριβο της μάνας του, που έκλαιγε κι εδέρνονταν στο περιγιάλι κι επαρακαλιούνταν τους Αγίους. Και σήμερο τη βαθειάν αυγή, ένας χρισιανός, αυτός πρέπει νάναι σωσμένος, μα δε τονε μολογούνε, άκουσε αλόγου πεταλιές στο τσαρσί, παράξενες. Κουφώνει το καφάσι κι είντα να δει! Έλαμπε το τσαρσί! Και μια μυρωδιά σαν τον επιτάφιο. Τα πλευρά τ' αλόγου κάτασπρα σαν το χιόνι εφτάνανε ώς τα παράθυρα των οντάδω και ξεκάπουλα δεν ήταν η βασιλοπούλα, μα ένας νιος αγγελοκαμωμένος. Ποιός άλλος παρά ο φυλακισμένος; Πώς αλλιώς έφυγε; Κλειδωμένο το κελί του, αμπαρωμένο το κάστρο! Και διπλοπαράγγειλέ της να μην το βγάλει από το στόμα της. Ώς το κολατσιό θα βουίζει το Καστέλλι για το θάμα.
Ο Γιορνταμιλής έκαμε το σταυρό του.
— Προσκυνώ τη χάρη σου, Άη Γιώργη μου, πολεμιστή, δικό σου είναι το θάμα κι ας έγινε μ' άλλον τρόπο.

*****

— Εγώ Γιαννιό, θέλω δα αέρα, να κόψω δρόμο, να μη σκάσω. Αν είναι για τσι Νιζάμηδες, «πούναι τση μοίρας του γραφτό μπάλα δε τόνε πιάνει". Εγώ εδά θα πάρω πέρα και θα δώσω τση μούλας ν' άψει.
— Και πούναι η μούλα σου; τα στιβανάκια σου θα πατήρουνε.
— Εγώ θα πάρω τον κάτω δρόμο, θα περάσω τα Νοπήγια να πάω στην Παναγία τη Χώνη, να δω αν έφταξε ο Συμιακός. Αν είναι περασμένος ο νιος θα βρω σημάδι.
Ο άλλος έφριξε.
— Στην Παναγία στη Χώνη; Τέθοια ώρα σε τέθοια ζαμάνια! Έλα στα λογικά σου Στελιανέ.
— «Πούχει μεράκι στην καρδιά η νύχτα τονε θρέφει», είπε με φωνή παθητική σαν να τραγουδούσε.
Ο άλλος τον ελοξοκοίταξε αυστηρά. Ο Κολυβές επήρε ένα ύφος αθώο.
— Το μεράκι που έχομε όλοι, Γιαννιό, είπε, της λευτεριάς το μεράκι, κι εξεροκατάπιε.
Επήρε ένα παράστρατο κι εβγήκε στα χωράφια. Εσιμώναν τα μεσάνυχτα. Βαθειά κατά το Παλιόκαστρο ακούγονταν αραιές μπαλωτές. Ο ουρανός έλαμπε με χιλιάδες άστρα. Οι μπαξέδες του Καστελλιού, πνιγμένοι στα γιασεμιά και στις γαζίες, εθυμιατίζανε τον αέρα. Η θάλασσα εγουργούριζε μαλακά σαν περιστέρα ερωτεμένη. Ο νους του ήταν στη Μαρία. Έτσι έμοιαζε κι εκείνη, σαν μια άνοιξη προχωρημένη και ξεφουντωμένη.
— Σκύλα Μαρία, αναστέναξε βαθειά. «Μη μ' αποθάνοι ο Θεός».

 

«Η φονεμένη βάρδια»: Ο Επαναστάτης, Αθήνα, Βιβλιοπ. της «ΕΣΤΙΑΣ», 1993:

… Από το στόμα του είχε ακούσει η θεια Κωσταντινιά την ιστορία τη θλιβερή. Εφάνηκέ του, λέει, πως ήτανε ξυπνητός, ύστερα αρχισε να βλέπει ονείρατα παράξενα, που αν δεν τάχε θωρεμένα θαν έπαιρνε όρκο πως δεν τον πήρε ο ύπνος.
Ύστερα θωρεί ένα μαύρο μπαμπούλα να στέκει από πάνω του.Επετάχτηκε, λέει και τού παιξε δυο μπαλωτές και πέφτει κάτω στην όξω μεριά της σαΐτας, κι ως έπεσε εγίνηκε ένας τρομερός όφις κι ετρύπωσε στη βάρδια. Πάνε τα κοπέλλια, είπε, κι άρχισε να φωνάζει στον ύπνο του. Ξυπνά ο σύντροφος κι εφώναζε κι εκείνος αλληλοϊσμένος. Γίνεται ταραχή, γροικούνε τουφεκιές από πέρα, πετούνται όσοι ήτανε στ' αμπέλια κι αρχίζουνε τσι μπαλωτές. Φωνάζουνε των κοπελλιώ απόκριση δεν έρχονταν. Ξαναφωνάζουνε τα ονόματα τους, Σταύρο Γιακουμή Νικόλα... μιλιά! Εφάγα μας οι σκύλοι τα κοπέλλια. Οι άντρες εμοιραστήκανε στα δύο κι άλλοι επήραν τους Τούρκους από πίσω κι άλλοι ετρέξανε απ' αλλού να τσι κουτελώσουνε να μην μπούνε στο χωριό. Σαν εκαταλάβανε οι ξεκληρισμένοι πως είναι ανάμεσα σε δυο φωθιές επήρανε κάτω τ' αμπέλια κι εφύγανε. Οχτώ εσκοτώσανε οι χωριανοί το ίδιο βράδυ μα τι χαΐρι διάφορο, έξε παλληκάρια εκοίτονταν στη βάρδια κι έπλεγαν στο αίμα τους. Φαίνεται πως δεν άντεξαν στη νύστα τ' άτυχα. Τη βαθειάν αυγή τα πήρε ο ύπνος κι εβγήκαν οι Τούρκοι τον απότομο ανήφορο και τα κατάκοψαν με τα γιαταγάνια. Δεν έρριξαν τουφεκιά για να μην πάρουν είδηση οι άλλοι, που καταλάβαιναν πως θάταν εκεί τριγύρω. Εκειά χε το γυιό της η κακομοίρα η θειά Πηνελόπη. Από τότες της απόμεινε να τρέμει το κατωσάγωνό της και νάναι τ' αχείλι της μελανό. Μόλις ακούσει φωνές δυνατές πέφτει λιγωμένη. Θυμίζεται εκείνη τη μαύρη ώρα, το πώς αντίκρυσε τον υγιό της ματοκυλισμένο στη βάρδια.

Όταν η θειά λέει τούτη την ιστορία τα περισσότερα παιδιά κλαίνε σιωπηλά, γιατί κι εκείνη αρχίζει ήσυχα όπως όταν λέει ένα συνειθισμένο παραμύθι και στο τέλος κλαίει με λυγμούς. Μική ήταν κι εκείνη τότες, μα όχι και πολύ, δέκα δώδεκα χρονώ κοπελλοπούλα, κι ένοιωθε καλά κι επονούσε. Τους ήξερε όλους τους θυμόταν καλά και μας τους εζωγράφιζε. Είχανε ξεβλαστακώσει κι ήτανε σαν τα κυπαρίσσια. Τραγουδιστάδες φωνακλάδες αστείοι. Όταν επερνούσανε το σοκάκι δυο και τρεις, νιές και γράδες επροβαίνανε στσι πόρτες και τσι καμαρώνανε.

Από κει και πέρα εξαγριωθήκανε οι Χριστιανοί σ' ούλα τα χωριά. Εστένανε μπροσκάδες εσκοτώνανε Τούρκους, τους εκυνηγούσανε ώς το Καστέλλι κι ήρθε ώρα που δεν εκοτούσανε να προβάλουνε όξω από το κάστρο. Μα είντα το θέλεις! Πάνε τα παλληκάρια, ορφάνεψε το χωριό.

Και τί απογίνηκε θεία, ερώτησε το Αντωνάκι, από τότες κι ύστερα δεν ετραγουδούσανε μπλιό στο χωριό;
—Είντα να σου πω, καλό μου. Χρόνια εβάσταξε η πίκρα. Και στο πανηγύρι μας τ' Άι Γιωργιού κοντυλιά δεν εγροίκας, μήτε γέλιο μήτε αστείο. Πανηγυριώτες ήρχουνταν μόνο όσοι είχανε τάσιμο, και στα συγγενικά σπίτια που τους καλούσανε ετρώγανε σιωπηλά επίνανε το κρασί τους κι εσυχωρούσανε των αποθαμένω κι αδικοθανατισμένω. Μα σιγά σιγά εκατακάθιζε η πίκρα κι αρχίνιζε να ξεφυτρώνει η χαρά, σαν την πρασινάδα τ' ακροχείμωνο. Εσιάζανε και τα πράματα, ήρθε κι η Λευτεριά, χαρά μεγάλη και καημός ασήκωτος για την ξαγορά τη βαριά πού 'δωκε η κάθε οικογένεια, παλληκάρια σκοτωμένα, λιόφυτα σπίτια καημένα... μην τα ρωτάτε. Ήρθε ώρα κι εχόρεψαν οι νιοί, ετραγουδήσανε οι μεγάλοι τα λυπητερά τραγούδια του πολέμου και του θανάτου. Ετραγουδήξαμε ούλοι στην υστεριά. Είντα να γενεί! Δε ζει ο άνθρωπος χωρίς το τραγούδι. Πια και παρά το ψωμί τού κάνει ανάγκη. Πώς αλλιώς να πάρει αέρα η καρδιά! Ελάτε δα να πούμε το τραγούδι "Του αντρειωμένου" να αναντρανίσομε, να πάει η πίκρα κάτω.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ι. Εργογραφία:

 Αρτεμισία Χαριτάκη – Καψωμένου,

- Η Γυναίκα μου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1935
- «Ο πικραμένος»: Διηγήματα και Νουβέλες, αρ. 1, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1984
- «Μη μ’ αποθάνει ο Θεός»: Διηγήματα και Νουβέλες, αρ. 2, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1988
- «Ο Επαναστάτης»: Διηγήματα και Νουβέλες, αρ. 3, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993.

ΙΙ. Μελέτες για το έργο της Αρτεμισίας Χαριτάκη

ΣΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ, 1978. Η Νεοκρητική λογοτεχνική Σχολή, Αθήνα: Κνωσός.

ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ, 2002. «Μνήμη Αρτεμισίας Χαριτάκη-Καψωμένου (1911-2002)», Θαλλώ 13: 219-221.

ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ, 2002. «Ο πικραμένος της Αρτεμισίας Χαριτάκη-Καψωμένου», Ελωττία 10: 311-322.

ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗ-ΣΟΥΡΗ, ΕΛΠΙΝΙΚΗ, 2003. Η διαπλοκή της ηρωικής αφήγησης με την τοπική ιστορία», στον συγκεντρωτικό της τόμο Της Κρήτης… αφηγηματολογικές προσεγγίσεις, Δήμος Αρχανών: Δημοτικη Βιβλιοθήκη «Γιάννης Ν. Δουνδουλάκης».

ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗ-ΣΟΥΡΗ, ΕΛΠΙΝΙΚΗ, 2003. «Τοπική ιστορία + λογοτεχνία του τόπου= μάθημα πολιτισμού», Θαλλώ 14: 137-147.

ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗ-ΣΟΥΡΗ, ΕΛΠΙΝΙΚΗ, 2007. “Πριν την Ένωση: επανάσταση και καθημερινότητα στη νουβέλα της Αρτεμισίας Χαριτάκη-Καψωμένου 'Ο πικραμένος'”, (ανάτυπο) από τον τόμο: ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ (επιμ.). 2007. Ενενήντα χρόνια από την Ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, Πρακτικά Συμποσίου, Ρέθυμνο, 5-7 Δεκεμβρίου 2003, Ρέθυμνο: Ιστορική & Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών “Ελευθέριος Βενιζέλος”.

ΛΙΑΝΑ ΚΑΛΟΚΥΡΗ, 2009. Πολιτισμική εντοπιότητα και παγκοσμιότητα στο έργο της Αρτεμισίας Χαριτάκη, [Ηράκλειο 2009]

ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗ-ΣΟΥΡΗ, ΕΛΠΙΝΙΚΗ, 2011. «Αναπαραστάσεις της Κρήτης στο έργο της Αρτεμισίας Χαριτάκη-Καψωμένου», Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Οι Τέχνες και τα Γράμματα στην Κύπρο». Αφιέρωμα στα Πενήντα Χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (Εταιρεία Κρητικών Σπουδών – Ίδρυμα Καψωμένου – Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πολιτιστικές Υπηρεσίες (Πύργος Αλικιανού Χανίων, 5-8 Αυγούστου 2010), Χανιά – Λευκωσία, 2012: 469-482).

ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ, 2011. «Το αφηγηματικό έργο της Αρτεμισίας Χαριτάκη-Καψωμένου. Η τοπικότητα ως στοιχείο ύφους», Πεπραγμένα 10ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Οκτώβριος 2006), Χανιά, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», τόμ. Γ5 (2011): 495-509.

ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΑΛΑΚΩΝΑΚΗ, «Νίκος Καζαντζάκης - Αρτεμισία Χαριτάκη. Δυο πόλεις, μία φωνή. Καζαντζακικά στοιχεία στο συγγραφικό έργο της Αρτεμισίας Χαριτάκη- Καψωμένου», Συνέδριο Ο Νίκος Καζαντζάκης και η επίδραση του έργου του σε άλλους συγγραφείς, σύγχρονους και μεταγενέστερούς του, στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, Οργανωτ. Φορείς: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης, Κολυμπάρι Χανίων, 28-30.09.2018.